ψιττάκωση

ψιττάκωση
η, Ν
ιατρ. μορφή ορνιθώσεως που μεταδίδεται στον άνθρωπο από παπαγάλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. psittacosis < ψιττακός + κατάλ. -ωση* (πρβλ. νεύρ-ωση)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ψιττάκωση — η βλ. ψιττακίαση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ψιττάκωση ή ψιττακίαση — Ασθένεια των πτηνών, κυρίως αυτών που ανήκουν στην οικογένεια των ψιττακών (παπαγάλων), αλλά και ορισμένων άλλων ειδών (καναρινιών κτλ.). Εκδηλώνεται με πεπτικές διαταραχές, ανωμαλίες του αναπνευστικού συστήματος και εξασθένηση, συνήθως δε… …   Dictionary of Greek

  • ορνίθωση — (Ιατρ.). Νόσος κοινή στα πτηνά (παπαγάλους και περιστέρια) και στον άνθρωπο. Προκαλείται, όπως και η ψιττάκωση, από έναν ιό μεγάλων διαστάσεων (350 500 mm) που παρουσίαζει, μεταξύ των άλλων, το χαρακτηριστικό να είναι ευαίσθητος σε ορισμένα… …   Dictionary of Greek

  • ζωονοσία — Οποιαδήποτε λοιμώδης ή παρασιτική νόσος των ζώων, που μπορεί να μεταδοθεί στους ανθρώπους. * * * και ζωονόσος, η ιατρ. κάθε νόσος τών ζώων που μπορεί να μεταδοθεί και στον άνθρωπο και αντίστροφα, όπως ο άνθρακας, η λύσσα, η πανώλη, η ψιττάκωση… …   Dictionary of Greek

  • ψιττακίαση — η, Ν (ιατρ. κτην.) η ψιττάκωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψιττακός + ίαση*] …   Dictionary of Greek

  • παπαγάλοι — Δενδρόβια, κατά το μεγαλύτερο μέρος, πουλιά (ψιττακοί) της τάξης των ψιττακόμορφων, που ταυτίζεται με την οικογένεια των ψιττακιδών. Έχουν ράμφος ισχυρό και γαμψό, του οποίου οι δύο άνισοι βραχίονες είναι καμπυλωτοί με αντίθετη φορά ο καθένας: ο… …   Dictionary of Greek

  • ψιττακίαση — ψιττακίαση, η και ψιττάκωση, η ασθένεια λοιμώδης που μεταδίνεται στον άνθρωπο από ψιττακό που πάσχει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”